της Δέσποινας Μαυρίδου, Δικηγόρου – Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας
04/12/2020
“Σημασία έχει πως θα συνεχίσουν τα παιδιά να νιώθουν την παρουσία και των δύο γονιών στη ζωή τους αρμονικά.”
Πολλοί είναι αυτοί που αναμένουν με αγωνία τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις του οικογενειακού δικαίου, που όπως όλα δείχνουν, θα κάνει λόγο για συνεπιμέλεια, για κοινή δηλαδή φυσική παρουσία των διαζευγμένων γονέων στο μεγάλωμα των παιδιών τους. Πριν όμως φτάσουμε να μιλάμε για δικαστικές αποφάσεις συνεπιμέλειας, ας κάνουμε ένα βήμα πίσω να δούμε τις συμφωνίες που μπορούν να κλείσουν οι ίδιοι οι γονείς με διαμεσολάβηση σε ένα γραφείο με ιδιωτικές και κοινές συναντήσεις ενώπιον μόνο των δικηγόρων, των μερών και του διαμεσολαβητή.
Η δυνατότητα αυτή υπήρχε εδώ και πολλά χρόνια στην Ελλάδα, αλλά πλέον εδώ και σχεδόν ένα χρόνο, ο νομοθέτης ζητάει από τα μέρη που πρόκειται να επιλύσουν αντιδικίες αναφορικά με θέματα επιμέλειας (π.χ. ανατροφή, επικοινωνία με τα παιδιά κ.ο.κ) να κάνουν μια συνάντηση ενώπιον διαμεσολαβητή για να αποφασίσουν αν επιθυμούν να λύσουν τη διαφορά τους με αυτόν τον τρόπο και όχι μέσω της δικαστικής οδού.
Δεν θα ήθελα, εν προκειμένω, να εστιάσω στα τυπικά πλεονεκτήματα της διαδικασίας που συνδέονται με τη δυνατότητα των μερών να επιλύσουν τα θέματα πιο άμεσα (π.χ. μέσα σε μια μέρα) και σε ένα καλύτερο περιβάλλον από αυτό των δικαστηρίων που πολλές φορές δημιουργεί ένα επιπλέον άγχος στα μέρη (π.χ. η διαφορά συζητείται σε ένα γραφείο). Αλλά θα σταθώ στα πιο ουσιαστικά, σε αυτά που άγγιξαν και εμένα προσωπικά και αποφάσισα να ασχοληθώ με τη διαμεσολάβηση.
Ως διαμεσολαβήτρια για την επίλυση οικογενειακών διαφορών (πχ επιμέλεια, επικοινωνία κ.ο.κ) έχω βιώσει από κοντά τον πόνο των ανθρώπων που αντιλαμβάνονται πως ο γάμος τους τελείωσε, το συναίσθημα της αποτυχίας, την πίκρα για τα «χρόνια που πήγαν χαμένα» και την ανάγκη να φταίει ο «άλλος».
Επίσης, ως παιδί χωρισμένων γονέων μπορώ να πω με σιγουριά πως αυτό που κατά βάση έχει σημασία για τα παιδιά είναι η καλή και ουσιαστική συνεργασία των γονιών ώστε να μην χρειαστεί να διαλέξουν πλευρά, να μην επωμίζονται το βάρος του χωρισμού και να μπορούν να έχουν και τους δύο γονείς στις γιορτές, αποφοιτήσεις κ.ο.κ χωρίς να φοβούνται μην συναντηθούν.
Ο θεσμός της διαμεσολάβησης έχει τα εχέγγυα για να μπει στην ουσία της υπόθεσης και να φωτίσει αυτές τις πτυχές ώστε να μπορέσουν και οι δύο γονείς να αντιληφθούν ότι και μετά το διαζύγιο παραμένουν συνεργάτες για τη σημαντικότερη επιχείρηση της ζωής τους, που είναι τα παιδιά τους και πρέπει υποχρεωτικά να βρουν έναν τρόπο «φιλικής» επικοινωνίας.
Σε μια διαμεσολάβηση δεν έχει σημασία ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, ποιος θα δώσει τη μικρότερη διατροφή και με ποιο τρόπο θα μοιραστεί η επιμέλεια, αλλά πως θα συνεχίσουν τα παιδιά να νιώθουν την παρουσία και των δύο γονιών στη ζωή τους αρμονικά. Καμία δικαστική απόφαση δεν μπορεί να λειτουργήσει ουσιαστικά αν οι γονείς οι ίδιοι δεν πιστεύουν στη κοινή συνεργασία όπως επίσης κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να αναγκάσει ένα παιδί να δει ή να ζει με κάποιον από τους γονείς του, αν εκείνο για τους δικούς του λόγους νιώθει πως δεν θέλει (και φυσικά είναι σε μια ηλικία που πλέον έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει άποψη).
Έχει σημασία τα μέρη να αντιληφθούν πως ακόμα και αν μένουν σε διαφορετικά σπίτια οι υποχρεώσεις απέναντι στα παιδιά (όπως και τα δικαιώματα τους) δεν αλλάζουν και πρέπει και οι δύο να κάνουν ότι καλύτερο μπορούν για να τα μεγαλώσουν και να βρουν έναν κώδικα επικοινωνίας που θα τους επιτρέπει όλα αυτά τα συναισθήματα και το «βάρος» που νιώθουν από το γάμο τους που τελείωσε να μην το μεταφέρουν στα παιδιά. Τα παιδιά πρέπει να συνεχίσουν τη ζωή τους νιώθοντας πως σε όλα τα επίπεδα (ψυχολογικό, οικονομικό, εκπαιδευτικό) οι γονείς είναι εκεί να τα στηρίξουν, να τα αποδεχτούν και να τα βοηθήσουν να εξελιχθούν.
Όλα αυτά είναι πράγματα που αναδύονται σε μια διαδικασία διαμεσολάβησης όπου τα μέρη είναι οι πρωταγωνιστές της διαδικασίας, κάθονται το ένα απέναντι από το άλλο και μπορούν να εκφράσουν τα παράπονα και τα συναισθήματα τους και στο τέλος ενδεχομένως να αποφασίσουν για αυτό που μπορεί ουσιαστικά να λειτουργήσει για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Ο διαμεσολαβητής είναι εκεί για να ακούσει ενεργά και να βοηθήσει με ερωτήσεις, να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα εφόσον το θέλουν. Ο ρόλος των δικηγόρων είναι ιδιαίτερα σημαντικός στην όλη διαδικασία γιατί πρέπει αρχικά να προετοιμάσουν τους πελάτες τους για μια τέτοια διαδικασία και όχι για ένα δικαστήριο και να έχουν στο μυαλό τους όχι ποιος θα κερδίσει αλλά πως αυτοί οι δύο άνθρωποι θα μπορέσουν (αφού ξεπεράσουν το συναισθηματικό φορτίο) να συνεργαστούν για το κοινό συμφέρον και για να μπορούν την επόμενη μέρα, μετά που ολοκληρωθεί η διαμεσολάβηση, να επικεντρωθούν στην προσωπική τους ζωής.
Εν κατακλείδι, όταν ένας γάμος τελειώνει δεν είναι ευχάριστο για κανέναν και σίγουρα η διαμεσολάβηση δεν μπορεί να αλλάξει τα συναισθήματα κανενός μπορεί όμως να βοηθήσει τα μέρη να βάλουν τις βάσεις για μια μελλοντική συνεργασία με τους όρους που οι ίδιοι θέλουν.
Δέσποινα Μαυρίδου
Διαμεσολαβήτρια σε Αστικές, Εμπορικές και Οικογενειακές διαφορές