Mπορούν οι οικογενειακές διαφορές να λυθούν με διαμεσολάβηση;
της Δέσποινας Μαυρίδου, Δικηγόρου – Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας 04/12/2020 “Σημασία έχει πως θα συνεχίσουν τα παιδιά να νιώθουν την παρουσία και των δύο γονιών στη ζωή τους
Είναι ένας νέος τρόπος επίλυσης διαφορών που καθιερώθηκε για πρώτη φορά με νόμο το 2010. Τώρα, έπειτα από ουσιώδεις αλλαγές έχει εφαρμογή ο Ν.4640/2019. Ουσιαστικά, είναι μια ευκαιρία για εποικοδομητική συζήτηση και διάλογο ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα μέρη για τη διαφορά που έχουν. Σε πρακτικό επίπεδο, γίνεται με τη βοήθεια ενός αμερόληπτου, ουδέτερου, ειδικά εκπαιδευμένου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, ο οποίος και βοηθά τα μέρη να καταλήξουν σε μια λύση αποδεκτή και από τους δύο.
Σε πολλές περιπτώσεις η συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε λίγες ώρες. Η επιλογή του διαμεσολαβητή για μια συγκεκριμένη διαφορά είναι πολύ σημαντική, διότι πρέπει να είναι εκπαιδευμένος και εξειδικευμένος ανάλογα με το είδος της διαφοράς.
Είναι ένας νέος τρόπος επίλυσης διαφορών που καθιερώθηκε για πρώτη φορά με νόμο το 2010. Τώρα, έπειτα από ουσιώδεις αλλαγές έχει εφαρμογή ο Ν.4640/2019. Ουσιαστικά, είναι μια ευκαιρία για εποικοδομητική συζήτηση και διάλογο ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα μέρη για τη διαφορά που έχουν. Σε πρακτικό επίπεδο, γίνεται με τη βοήθεια ενός αμερόληπτου, ουδέτερου, ειδικά εκπαιδευμένου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, ο οποίος και βοηθά τα μέρη να καταλήξουν σε μια λύση αποδεκτή και από τους δύο.
Ο τόπος, η ημερομηνία και η ώρα είναι κάτι που συμφωνείται ελεύθερα από τα μέρη και το διαμεσολαβητή. Το πότε θα πραγματοποιηθεί μια διαμεσολάβηση είναι αποτέλεσμα συνεννόησης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ευελιξία (ακόμα και στο θέμα της ημερομηνίας πραγματοποίησης της διαδικασίας) την καθιστά πραγματικά πολύ χρήσιμη για όσους έχουν πολλές ασχολίες, υποχρεώσεις ή ταξιδεύουν συχνά.
Η διαμεσολάβηση είναι μία διαρθρωμένη διαδικασία με συγκεκριμένα στάδια τα οποία αντανακλούν και την υπόθεση ως προς την πορεία επίλυσής της. Την ημέρα που θα οριστεί ως ημέρα διαμεσολάβησης, η διαδικασία εξελίσσεται ως εξής:
Στάδιο 1: Έναρξη. Ο διαμεσολαβητής προετοιμάζει τη διαδικασία. Εξηγεί το σκοπό του θεσμού, το ρόλο το δικό του. Καθορίζει τους κανόνες ομαλής διεξαγωγής της διαδικασίας και ζητεί τη συμφωνία των μερών. Τα μέρη (οι εντολείς και οι δικηγόροι-νομικοί παραστάτες τους) κάνουν εναρκτήριες δηλώσεις.
Στάδιο 2: Διερεύνηση. Τα μέρη, σε ιδιωτικές συνεδρίες, ενημερώνουν τον διαμεσολαβητή εκφράζοντας τις απόψεις τους και την δική τους εκδοχή σε σχέση με την υπόθεσή τους. Συνοψίζονται τα κοινά σημεία (σημεία σύγκλισης) και τα σημεία διαφωνίας (σημεία απόκλισης).
Στάδιο 3: Διαπραγμάτευση. Ο διαμεσολαβητής μεταφέρει τις προτάσεις-αντιπροτάσεις των μερών βοηθώντας τα παράλληλα να αντιληφθούν τα κοινά σημεία και να εξετάσουν εναλλακτικές επιλογές-λύσεις.
Στάδιο 4: Επίτευξη (ή μη) συμφωνίας. Τα μέρη, με τη συνδρομή των δικηγόρων τους αποτυπώνουν στο έγγραφο συμφωνίας τα σημεία στα οποία συμφώνησαν και έγιναν απολύτως αποδεκτά από κάθε πλευρά. Ο διαμεσολαβητής σιγουρεύει ότι τα μέρη κατανόησαν πλήρως αυτά που συμφώνησαν. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, ο διαμεσολαβητής συντάσσει και υπογράφει πρακτικό αποτυχίας. Πριν από αυτό όμως, συνοψίζει στους παρευρισκόμενους τα ζητήματα που ήρθαν στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας καθώς και την πρόοδο που σημειώθηκε. Ευχαριστεί τα μέρη για την παρουσία και την προσπάθειά τους. Η διαδικασία συνεχίζεται πλέον δια της δικαστικής οδού.
Στη σελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπάρχει κατάλογος των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών και τα μέρη είναι ελεύθερα να επιλέξουν όποιον διαπιστευμένο διαμεσολαβητή αυτά επιθυμούν.
Όχι. Ο διαμεσολαβητής διευκολύνει τα μέρη να αντιληφθούν την ουσία της διαφοράς τους, εγγυάται την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας και διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις ώστε τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία. Για νομικές συμβουλές, τα μέρη μπορούν να προσφεύγουν στους δικηγόρους τους.
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι πολύ δυναμική. Ο διαμεσολαβητής όμως δεν μπορεί να επιβάλλει λύσεις ή συμφωνίες. Την προάσπιση των συμφερόντων των μερών επωμίζονται οι δικηγόροι των μερών (οι νομικοί τους παραστάτες). Τα μέρη υποχρεώνονται να παραστούν στη διαδικασία με τους δικηγόρους τους και οι τελευταίοι φροντίζουν για τα συμφέροντα των πελατών τους. Εξαίρεση εισάγει ο Νόμος για τις καταναλωτικές διαφορές και τις μικροδιαφορές όπου τα μέρη δύνανται να προσέλθουν και μόνα τους.
Η διαμεσολάβηση, σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, επιλύει κατά κύριο λόγο αστικές και εμπορικές υποθέσεις, άμεσα, οικονομικά και ταχύτερα από τη δικαστική οδό. Ενδεικτικά επιλύονται με διαμεσολάβηση διαφορές μισθωτικές, αποζημιώσεων, γειτονικού δικαίου, κατασκευαστικών έργων, πνευματικής ιδιοκτησίας, τραπεζικές (όχι υπερχρεωμένα), διανομής ακινήτων, εμπορικές και οικογενειακού δικαίου.
Το χαμηλό κόστος της διαδικασίας, η ταχύτητα στην επίλυση του ζητήματος, η διατήρηση καλών σχέσεων στο μέλλον ανάμεσα στα μέρη, καθώς επίσης και η αποφυγή της αβεβαιότητας και της ψυχικής φθοράς είναι τα πιο βασικά της πλεονεκτήματα. Πρόκειται για μια σύντομη διαδικασία που πραγματοποιείται μέσα σε κλίμα ασφάλειας, εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας (όσα ακουστούν κατά τη διαδικασία καλύπτονται από το απόρρητο) και που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην επίτευξη μιας πολυετούς συνεργασίας, καρποφόρας και για τα δύο μέρη.
Αν τα μέρη μπορούν να επιλύσουν μόνα τους ή με τους δικηγόρους τους τη διαφορά τους, δεν έχουν παρά να το κάνουν. Όμως, η εμπειρία έχει δείξει πως στην πράξη είναι αρκετά δύσκολο να διαπραγματευτούν τα μέρη επιτυχώς. Η παρουσία ενός τρίτου, αμερόληπτου προσώπου με ειδικές γνώσεις, του διαμεσολαβητή, μπορεί να λειτουργήσει καθοριστικά και εποικοδομητικά προς τη δημιουργία μιας κοινά αποδεκτής λύσης.
Μια διαμεσολάβηση διαρκεί όσο χρειάζεται για να επιλυθεί μία διαφορά. Το κόστος συμφωνείται ελεύθερα από τον διαμεσολαβητή και τα μέρη (που το μοιράζονται συνήθως ισομερώς), ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης, το χρόνο προετοιμασίας και τη διάρκεια της διαδικασίας. Αν δεν υπάρχει συμφωνία των μερών, τότε ισχύουν τα αναφερόμενα στο άρθρο 18 του Ν.4640/2019 για την αμοιβή του διαμεσολαβητή. Τα μέρη οφείλουν να συνυπολογίσουν και την αμοιβή του δικηγόρου τους που θα παρασταθεί στη διαδικασία (εκτός αν πρόκειται για μικροδιαφορά ή καταναλωτική διαφορά όπου τα μέρη δύνανται να προσέλθουν στη διαδικασία δίχως δικηγόρο). Σε κάθε περίπτωση, το κόστος μια διαμεσολάβησης είναι σαφώς μικρότερο από το κόστος ενός δικαστηρίου. Έτσι, τα μέρη αποφεύγουν τη μακροχρόνια, ψυχοφθόρα και δαπανηρή διαδικασία των δικαστηρίων.
Κι αυτό μπορεί να συμβεί. Η διαμεσολάβηση μπορεί να γίνεται παράλληλα με άλλες ενέργειες δικαστικές (άρα, δεν χάνεις το δικαίωμα να κινηθείς δικαστικά). Αλλά ακόμη κι αν αποτύχει, μπορεί να έχει δημιουργήσει μια γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των μερών διευκολύνοντας έτσι πιθανές μεταξύ τους μελλοντικές προσπάθειες διαπραγματεύσεων.
Η συμφωνία των μερών ονομάζεται πρακτικό διαμεσολάβησης το οποίο μπορεί να κατατεθεί στο δικαστήριο και να αποκτήσει ισχύ δικαστικής απόφασης, αν το επιθυμεί κάποιο από τα μέρη.
της Δέσποινας Μαυρίδου, Δικηγόρου – Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας 04/12/2020 “Σημασία έχει πως θα συνεχίσουν τα παιδιά να νιώθουν την παρουσία και των δύο γονιών στη ζωή τους
Aπό τον δικηγόρο Θεσσαλονικης Νικόλαο Μόσχο Θεσσαλονίκη 3 Οκτωβρίου 2013 “Η άμεση ανταπόκριση του Αγίου Διονυσίου στο κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, η αγαθή του προαίρεση