ΤΟΜΕΙΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ
Είναι ένας νέος τρόπος επίλυσης διαφορών που καθιερώθηκε για πρώτη φορά με νόμο το 2010. Τώρα, έπειτα από ουσιώδεις αλλαγές έχει εφαρμογή ο Ν.4640/2019. Ουσιαστικά, είναι μια ευκαιρία για εποικοδομητική συζήτηση και διάλογο ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα μέρη για τη διαφορά που έχουν. Σε πρακτικό επίπεδο, γίνεται με τη βοήθεια ενός αμερόληπτου, ουδέτερου, ειδικά εκπαιδευμένου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, ο οποίος και βοηθά τα μέρη να καταλήξουν σε μια λύση αποδεκτή και από τους δύο.
Ο τόπος, η ημερομηνία και η ώρα είναι κάτι που συμφωνείται ελεύθερα από τα μέρη και το διαμεσολαβητή. Το πότε θα πραγματοποιηθεί μια διαμεσολάβηση είναι αποτέλεσμα συνεννόησης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ευελιξία (ακόμα και στο θέμα της ημερομηνίας πραγματοποίησης της διαδικασίας) την καθιστά πραγματικά πολύ χρήσιμη για όσους έχουν πολλές ασχολίες, υποχρεώσεις ή ταξιδεύουν συχνά.
Η διαμεσολάβηση είναι μία διαρθρωμένη διαδικασία με συγκεκριμένα στάδια τα οποία αντανακλούν και την υπόθεση ως προς την πορεία επίλυσής της. Την ημέρα που θα οριστεί ως ημέρα διαμεσολάβησης, η διαδικασία εξελίσσεται ως εξής:
Στάδιο 1: Έναρξη. Ο διαμεσολαβητής προετοιμάζει τη διαδικασία. Εξηγεί το σκοπό του θεσμού, το ρόλο το δικό του. Καθορίζει τους κανόνες ομαλής διεξαγωγής της διαδικασίας και ζητεί τη συμφωνία των μερών. Τα μέρη (οι εντολείς και οι δικηγόροι-νομικοί παραστάτες τους) κάνουν εναρκτήριες δηλώσεις.
Στάδιο 2: Διερεύνηση. Τα μέρη, σε ιδιωτικές συνεδρίες, ενημερώνουν τον διαμεσολαβητή εκφράζοντας τις απόψεις τους και την δική τους εκδοχή σε σχέση με την υπόθεσή τους. Συνοψίζονται τα κοινά σημεία (σημεία σύγκλισης) και τα σημεία διαφωνίας (σημεία απόκλισης).
Στάδιο 3: Διαπραγμάτευση. Ο διαμεσολαβητής μεταφέρει τις προτάσεις-αντιπροτάσεις των μερών βοηθώντας τα παράλληλα να αντιληφθούν τα κοινά σημεία και να εξετάσουν εναλλακτικές επιλογές-λύσεις.
Στάδιο 4: Επίτευξη (ή μη) συμφωνίας. Τα μέρη, με τη συνδρομή των δικηγόρων τους αποτυπώνουν στο έγγραφο συμφωνίας τα σημεία στα οποία συμφώνησαν και έγιναν απολύτως αποδεκτά από κάθε πλευρά. Ο διαμεσολαβητής σιγουρεύει ότι τα μέρη κατανόησαν πλήρως αυτά που συμφώνησαν. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, ο διαμεσολαβητής συντάσσει και υπογράφει πρακτικό αποτυχίας. Πριν από αυτό όμως, συνοψίζει στους παρευρισκόμενους τα ζητήματα που ήρθαν στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας καθώς και την πρόοδο που σημειώθηκε. Ευχαριστεί τα μέρη για την παρουσία και την προσπάθειά τους. Η διαδικασία συνεχίζεται πλέον δια της δικαστικής οδού.
Στη σελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπάρχει κατάλογος των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών και τα μέρη είναι ελεύθερα να επιλέξουν όποιον διαπιστευμένο διαμεσολαβητή αυτά επιθυμούν.
Όχι. Ο διαμεσολαβητής διευκολύνει τα μέρη να αντιληφθούν την ουσία της διαφοράς τους, εγγυάται την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας και διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις ώστε τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία. Για νομικές συμβουλές, τα μέρη μπορούν να προσφεύγουν στους δικηγόρους τους.
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι πολύ δυναμική. Ο διαμεσολαβητής όμως δεν μπορεί να επιβάλλει λύσεις ή συμφωνίες. Την προάσπιση των συμφερόντων των μερών επωμίζονται οι δικηγόροι των μερών (οι νομικοί τους παραστάτες). Τα μέρη υποχρεώνονται να παραστούν στη διαδικασία με τους δικηγόρους τους και οι τελευταίοι φροντίζουν για τα συμφέροντα των πελατών τους. Εξαίρεση εισάγει ο Νόμος για τις καταναλωτικές διαφορές και τις μικροδιαφορές όπου τα μέρη δύνανται να προσέλθουν και μόνα τους.
Η διαμεσολάβηση, σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, επιλύει κατά κύριο λόγο αστικές και εμπορικές υποθέσεις, άμεσα, οικονομικά και ταχύτερα από τη δικαστική οδό. Ενδεικτικά επιλύονται με διαμεσολάβηση διαφορές μισθωτικές, αποζημιώσεων, γειτονικού δικαίου, κατασκευαστικών έργων, πνευματικής ιδιοκτησίας, τραπεζικές (όχι υπερχρεωμένα), διανομής ακινήτων, εμπορικές και οικογενειακού δικαίου.
Το χαμηλό κόστος της διαδικασίας, η ταχύτητα στην επίλυση του ζητήματος, η διατήρηση καλών σχέσεων στο μέλλον ανάμεσα στα μέρη, καθώς επίσης και η αποφυγή της αβεβαιότητας και της ψυχικής φθοράς είναι τα πιο βασικά της πλεονεκτήματα. Πρόκειται για μια σύντομη διαδικασία που πραγματοποιείται μέσα σε κλίμα ασφάλειας, εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας (όσα ακουστούν κατά τη διαδικασία καλύπτονται από το απόρρητο) και που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην επίτευξη μιας πολυετούς συνεργασίας, καρποφόρας και για τα δύο μέρη.
Αν τα μέρη μπορούν να επιλύσουν μόνα τους ή με τους δικηγόρους τους τη διαφορά τους, δεν έχουν παρά να το κάνουν. Όμως, η εμπειρία έχει δείξει πως στην πράξη είναι αρκετά δύσκολο να διαπραγματευτούν τα μέρη επιτυχώς. Η παρουσία ενός τρίτου, αμερόληπτου προσώπου με ειδικές γνώσεις, του διαμεσολαβητή, μπορεί να λειτουργήσει καθοριστικά και εποικοδομητικά προς τη δημιουργία μιας κοινά αποδεκτής λύσης.
Μια διαμεσολάβηση διαρκεί όσο χρειάζεται για να επιλυθεί μία διαφορά. Το κόστος συμφωνείται ελεύθερα από τον διαμεσολαβητή και τα μέρη (που το μοιράζονται συνήθως ισομερώς), ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης, το χρόνο προετοιμασίας και τη διάρκεια της διαδικασίας. Αν δεν υπάρχει συμφωνία των μερών, τότε ισχύουν τα αναφερόμενα στο άρθρο 18 του Ν.4640/2019 για την αμοιβή του διαμεσολαβητή. Τα μέρη οφείλουν να συνυπολογίσουν και την αμοιβή του δικηγόρου τους που θα παρασταθεί στη διαδικασία (εκτός αν πρόκειται για μικροδιαφορά ή καταναλωτική διαφορά όπου τα μέρη δύνανται να προσέλθουν στη διαδικασία δίχως δικηγόρο). Σε κάθε περίπτωση, το κόστος μια διαμεσολάβησης είναι σαφώς μικρότερο από το κόστος ενός δικαστηρίου. Έτσι, τα μέρη αποφεύγουν τη μακροχρόνια, ψυχοφθόρα και δαπανηρή διαδικασία των δικαστηρίων.
Κι αυτό μπορεί να συμβεί. Η διαμεσολάβηση μπορεί να γίνεται παράλληλα με άλλες ενέργειες δικαστικές (άρα, δεν χάνεις το δικαίωμα να κινηθείς δικαστικά). Αλλά ακόμη κι αν αποτύχει, μπορεί να έχει δημιουργήσει μια γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των μερών διευκολύνοντας έτσι πιθανές μεταξύ τους μελλοντικές προσπάθειες διαπραγματεύσεων.
Η συμφωνία των μερών ονομάζεται πρακτικό διαμεσολάβησης το οποίο μπορεί να κατατεθεί στο δικαστήριο και να αποκτήσει ισχύ δικαστικής απόφασης, αν το επιθυμεί κάποιο από τα μέρη.
Ο δικηγόρος, συμμετέχοντας στη διαδικασία από την αρχή της, βοηθά τον εντολέα του καίρια, προστατεύοντας τα συμφέροντά του. Προκαταρκτικά, φροντίζει να δώσει στον διαμεσολαβητή όσα έγγραφα μπορούν να ρίξουν φως κι αφορούν την συγκεκριμένη υπόθεση που πρόκειται να υπαχθεί στη διαμεσολάβηση. Όταν η διαμεσολάβηση λάβει χώρα, ο νομικός παραστάτης κάνει (κι αυτός) μια εναρκτήρια δήλωση-τοποθέτηση. Στη συνέχεια, καθώς θα ξεκινήσουν οι ιδιωτικές συνεδρίες με τον διαμεσολαβητή, ο ρόλος του είναι να βοηθά τον εντολέα του να αντιληφθεί τι τον συμφέρει, πώς να κινηθεί, σε ποια σημεία να επιστήσει την προσοχή. Αν στο τέλος, επιτευχθεί συμφωνία, ο δικηγόρος οφείλει να συντάξει μαζί με τον δικηγόρο της άλλης πλευράς το συμφωνητικό και να το υπογράψει.
Σε μια διαμεσολάβηση, ο νομικός παραστάτης δεν είναι μια φιγούρα δευτερεύουσα. Είναι άκρως απαραίτητος ο ρόλος του καθώς και η συμμετοχή του. Είναι ο μόνος που μπορεί να παράσχει νομικές συμβουλές στον εντολέα του και άρα να τον καθοδηγήσει με τέτοιο τρόπο που να είναι δημιουργικός ως προς τη διαδικασία αλλά και προασπιστικός ως προς τα συμφέροντα του εντολέα του. Δεν είναι δυνατόν να προχωρήσει μια διαμεσολάβηση χωρίς την ενεργή συμμετοχή του νομικού παραστάτη. Επίσης, η θέση του είναι ύψιστης σημασίας καθότι ο δικηγόρος είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο μέρος και τον διαμεσολαβητή.
Εκτός από την αμοιβή του διαμεσολαβητή, τα μέρη έχουν υποχρέωση να πληρώσουν τους δικηγόρους τους για την παρουσία και τις συμβουλές τους. Το ποσό αυτό καθορίζεται ελεύθερα: όσο συμφωνήσει ο κάθε δικηγόρος με τον εντολέα του. Είναι καθαρά θέμα της μεταξύ τους συμφωνίας.
Οι φορείς εκαίδευσης και κατάρτισης των διαμεσολαβητών (βλ. και το π.δ. 123/2011) παρέχουν υπηρεσίες βασικής εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης στους υποψήφιους διαμεσολαβητές για την απόκτηση των αναγκαίων για τη διαμεσολάβηση γνώσεων και δεξιοτήτων. Το άρθρο 22 του νέου νόμου αναφέρει αναλυτικά ποιοι μπορούν να αναλάβουν την εκπαίδευση των υποψήφιων διαμεσολαβητών. Για ν διαπιστευτεί ένας δικηγόρος ως διαμεσολαβητής οφείλει να παρακολουθήσει ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα διάρκειας τουλάχιστον 80 ωρών σε φορέα κατάρτισης κι εκπαίδευσης διαμεσολαβητών και κατόπιν να δώσει εξετάσεις όπως αυτές περιγράφονται στο ‘άρθρο 28 “Διαπίστευση διαμεσολαβητών” του Ν. 4640/2019.
Για τη διαμεσολάβηση αρχικά ίσχυσε ο Ν.3898/2010 ο οποίος έπαυσε να ισχύει (εκτός του άρθρου 1) όταν ψηφίστηκε ο Ν.4512/2018, ο οποίος με τη σειρά του έπαυσε να ισχύει. Σήμερα, βρίσκεται σε ισχύ ο Ν.4640/2019 που περιλαμβάνει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (ΥΑΣ) όπως αυτή αναφέρεται στα άρθρα 6 και 7 του παραπάνω Νόμου.
Είναι εναλλακτικός τρόπος εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών που έχουν σχέση με το οικογενειακό δίκαιο. Με τον τρόπο αυτό, τα μέρη – πρώην σύζυγοι, μπορούν να διαμορφώσουν μέσα σε κλίμα συνεργασίας μια κοινή συμφωνία, αποδεκτή και από τους δυο.
Αφορά ζευγάρια που έχουν νόμιμα συνδεθεί κατά το ελληνικό δίκαιο μεταξύ τους (είτε δηλαδή με γάμο πολιτικό ή θρησκευτικό είτε και με συμφωνητικό συμβίωσης), με παιδιά ή όχι, που έχουν σοβαρές δυσκολίες. Τέτοιες μπορεί να είναι: η διάσταση ή η επιθυμία για χωρισμό (διακοπή σχέσης), το διαζύγιο, η επιμέλεια των τέκνων, η διατροφή, η επικοινωνία κ.λ.π.. Δεν έχει σημασία αν το ζευγάρι μένει μαζί ή όχι.
Παρόλο που η απόφαση διαζυγίου απαιτεί δικαστική απόφαση ή συμβολαιογραφική πράξη, με την προσφυγή στη διαμεσολάβηση επιλύονται και ρυθμίζονται πάρα πολλά και σημαντικά ζητήματα δίχως να υπολείπονται νομικής ισχύος. Μπορεί, δηλαδή, το ζευγάρι που χωρίζει, να αποφασίσει για το χωρισμό των περιουσιακών τους αποκτημάτων, το θέμα της διατροφής, της επιμέλειας, της επικοινωνίας και πολλά άλλα λεπτά -μα ουσιαστικά- ζητήματα. Μάλιστα, με τον νέο Νόμο (άρθρο 6§1α του Ν.4640/2019), υπάγονται υποχρεωτικά σε Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία ΥΑΣ οι οικογενειακές διαφορές.
Πραγματοποιείται μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον και σε ουδέτερο χώρο που θα αποφασιστεί από τα μέρη και με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή. Ο διαμεσολαβητής, θα μοιράσει ισότιμα το χρόνο στα μέρη, θα ακούσει αμερόληπτα και τις δύο πλευρές και θα συντονίζει την εξέλιξη της διαδικασίας και της διαπραγμάτευσης των μερών ως ουδέτερος τρίτος αξιοποιώντας τις δεξιότητες που έχει αποκτήσει.
Από πού να πρωτοξεκινήσει κανείς για να μιλά για τα θετικά της οικογενειακής διαμεσολάβησης! Από το χρόνο; Το χρήμα που γλιτώνουν τα μέρη; Το κλίμα; Την προστασία της ψυχικής υγείας και του συναισθηματικού κόσμου των παιδιών; Ακόμη και τα μέρη που βρίσκονται σε οδυνηρή κόντρα ωφελούνται: βλέπουν αλλιώς τα πράγματα, με γνώμονα το συμφέρον των παιδιών (αν υπάρχουν). Κατανοούν πως δεν έχει κανένα όφελος η χρόνια δικαστική διαμάχη που μονάχα ενισχύει την πόλωση και φθείρει τόσο οικονομικά όσο και ψυχικά τα μέρη. Μέσα από την οικογενειακή διαμεσολάβηση τα μέρη κερδίζουν πολλά.
Μέσα από την οικογενειακή διαμεσολάβηση προστατεύεται ο ευαίσθητος ψυχικός κόσμος των παιδιών. Συνήθως μέσα από την κόντρα των γονιών, τα παιδιά βρίσκονται μπροστά σε διλήμματα. Με την οικογενειακή διαμεσολάβηση, το παιδί προστατεύεται, το κλίμα είναι πιο συνεργατικό μεταξύ των δικών του και οι αποφάσεις που θα παρθούν έχουν πρώτιστο στόχο αυτό κι όχι την εγωιστική τοποθέτηση του πατέρα ή της μητέρας. Υποχωρούν, δηλαδή, οι εμμονικές τοποθετήσεις για να προασπιστεί κυρίως η παιδική ψυχή, κάτι που δε συμβαίνει με τις χρόνιες αντιδικίες σε επίπεδο δικαστικής διαμάχης.
Στην ιατρική διαμεσολάβηση υπάγονται υποθέσεις που αφορούν, κατά κύριο λόγο, διαφορές μεταξύ νοσηλευτικών ιδρυμάτων, γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού και ασθενών. Μπορούν, όμως, ακόμη να υπαχθούν διαφορές μεταξύ συναδέλφων κάποιου ιδρύματος υγείας ή και επαγγελματιών υγείας. Είναι μια διαδικασία εξαιρετικά ουσιαστική που μπορεί να έχει πολλαπλά οφέλη. Μερικά παραδείγματα υποθέσεων που μπορούν να επιλυθούν με τη διαδικασία της ιατρικής διαμεσολάβησης είναι: τυχόν σφάλμα του γιατρού κατά τη διάγνωση ασθένειας, σφάλματα στο εγχειρητικό στάδιο, λανθασμένη θεραπευτική αγωγή, έλλειψη ενημέρωσης των συγγενών (ή και του ασθενούς) για τους κινδύνους ή πιθανές επιπλοκές από την αγωγή ή την ιατρική πράξη.
Η ιατρική διαμεσολάβηση μπορεί αποτελεσματικά να βοηθήσει τα μέρη να επιλύσουν ιδιαίτερα δύσκολες και συναισθηματικά φορτισμένες συγκρούσεις. Βοηθά τα μέρη να αντιληφθούν την πραγματική ουσία της διαφοράς χωρίς να θιγούν τα συμφέροντα ή να πληγεί η αξιοπρέπεια και η προσωπικότητα των μερών.
H υπόθεση δεν δημοσιοποιείται. Έτσι, ο ιατρός ή το νοσοκομείο εκτίθεται λιγότερο δημόσια, προστατεύοντας την επαγγελματική του φήμη, η οποία μπορεί να πληγεί άσχετα με το τυχόν δικονομικό αποτέλεσμα. Επίσης, επέρχεται λύτρωση (οικονομική και συναισθηματική) για τον ζημιωθέντα και την οικογένειά του που με τη διαμεσολάβηση προσπερνούν το συναισθηματικά δυσβάσταχτο κι επίπονο μονοπάτι μιας χρόνιας δικαστικής διαμάχης.
Σε μια ιατρική διαμεσολάβηση υπάρχει ιδιαίτερα βαρύ κλίμα, με πολλά έντονα αρνητικά συναισθήματα. Οι ασθενείς (ή οι συγγενείς τους) που παρευρίσκονται στη διαδικασία αρχίζουν να νιώθουν άνετα, αφού υπάρχει κάποιος ανεξάρτητος τρίτος (ο διαμεσολαβητής) που μπορεί να αντιληφθεί και να κατανοήσει τα συναισθήματά τους. Επίσης, ο διαμεσολαβητής βοηθά τα μέρη να “ακουστούν”, να καταθέσουν τις απόψεις τους ελεύθερα, μέσα στο ασφαλές περιβάλλον της διαδικασίας. Το απόρρητο, η τήρηση της εμπιστευτικότητας αλλά και της εχεμύθειας ωφελεί και τα νοσηλευτικά ιδρύματα αφού προστατεύει και την εικόνα τους.
Η διαδικασία της ιατρικής διαμεσολάβησης είναι πραγματικά μια αλλαγή τρόπου σκέψης, καθώς βοηθάει τα μέρη να δουν την πραγματική ουσία της διαφοράς. Προσεγγίζει ευαίσθητα θέματα με εξαιρετικά διακριτικό και καταπραϋντικό τρόπο, με απόλυτη εχεμύθεια και ασφάλεια. Η ευελιξία της διαδικασίας και οι δεξιότητες του διαμεσολαβητή την καθιστούν ως ένα πραγματικά μοναδικό εργαλείο επίλυσης διαφορών ιατρικής φύσης.